φαν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαν < (άμεσο δάνειο) αγγλική fan < fanatic < λατινική fanaticus < fanum < πρωτοϊταλική *fasno- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰh₁s-no-

Ουσιαστικό

φαν αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.