υφιστάμενο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υφιστάμενο αρσενικό

πτώση ενικός
ονομαστική υφιστάμενο
γενική υφιστάμενου και υφισταμένου
αιτιατική υφιστάμενο
κλητική υφιστάμενο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική υφιστάμενα
γενική υφιστάμενων και υφισταμένων
αιτιατική υφιστάμενα
κλητική υφιστάμενα


Κλιτικός τύπος μετοχής

υφιστάμενο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.