υποβοηθήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υποβοηθήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποβοηθώ
  2. θα υποβοηθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποβοηθώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υποβοηθήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποβοήθηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.