υπερωριακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερωριακά < υπερωριακός + -ώς
Μεταφράσεις
υπερωριακά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υπερωριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υπερωριακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.