υπερφουσκώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερφουσκώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος υπερφουσκώνω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερφουσκώνομαι | υπερφουσκωνόμουν(α) | θα υπερφουσκώνομαι | να υπερφουσκώνομαι | ||
| β' ενικ. | υπερφουσκώνεσαι | υπερφουσκωνόσουν(α) | θα υπερφουσκώνεσαι | να υπερφουσκώνεσαι | (υπερφουσκώνου) | |
| γ' ενικ. | υπερφουσκώνεται | υπερφουσκωνόταν(ε) | θα υπερφουσκώνεται | να υπερφουσκώνεται | ||
| α' πληθ. | υπερφουσκωνόμαστε | υπερφουσκωνόμαστε υπερφουσκωνόμασταν |
θα υπερφουσκωνόμαστε | να υπερφουσκωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | υπερφουσκώνεστε | υπερφουσκωνόσαστε υπερφουσκωνόσασταν |
θα υπερφουσκώνεστε | να υπερφουσκώνεστε | (υπερφουσκώνεστε) | |
| γ' πληθ. | υπερφουσκώνονται | υπερφουσκώνονταν υπερφουσκωνόντουσαν |
θα υπερφουσκώνονται | να υπερφουσκώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερφουσκώθηκα | θα υπερφουσκωθώ | να υπερφουσκωθώ | υπερφουσκωθεί | ||
| β' ενικ. | υπερφουσκώθηκες | θα υπερφουσκωθείς | να υπερφουσκωθείς | υπερφουσκώσου | ||
| γ' ενικ. | υπερφουσκώθηκε | θα υπερφουσκωθεί | να υπερφουσκωθεί | |||
| α' πληθ. | υπερφουσκωθήκαμε | θα υπερφουσκωθούμε | να υπερφουσκωθούμε | |||
| β' πληθ. | υπερφουσκωθήκατε | θα υπερφουσκωθείτε | να υπερφουσκωθείτε | υπερφουσκωθείτε | ||
| γ' πληθ. | υπερφουσκώθηκαν υπερφουσκωθήκαν(ε) |
θα υπερφουσκωθούν(ε) | να υπερφουσκωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υπερφουσκωθεί | είχα υπερφουσκωθεί | θα έχω υπερφουσκωθεί | να έχω υπερφουσκωθεί | υπερφουσκωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υπερφουσκωθεί | είχες υπερφουσκωθεί | θα έχεις υπερφουσκωθεί | να έχεις υπερφουσκωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερφουσκωθεί | είχε υπερφουσκωθεί | θα έχει υπερφουσκωθεί | να έχει υπερφουσκωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερφουσκωθεί | είχαμε υπερφουσκωθεί | θα έχουμε υπερφουσκωθεί | να έχουμε υπερφουσκωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερφουσκωθεί | είχατε υπερφουσκωθεί | θα έχετε υπερφουσκωθεί | να έχετε υπερφουσκωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερφουσκωθεί | είχαν υπερφουσκωθεί | θα έχουν υπερφουσκωθεί | να έχουν υπερφουσκωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.