υπερουράνια

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υπερουράνια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του υπερουράνιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερουράνιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.