υπερνικώμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερνικώμαι | υπερνικόμουν | θα υπερνικώμαι | να υπερνικώμαι | ||
| β' ενικ. | υπερνικάσαι | υπερνικόσουν | θα υπερνικάσαι | να υπερνικάσαι | ||
| γ' ενικ. | υπερνικάται | υπερνικόταν | θα υπερνικάται | να υπερνικάται | ||
| α' πληθ. | υπερνικώμεθα - υπερνικόμαστε | υπερνικόμασταν | θα υπερνικώμεθα - υπερνικόμαστε | να υπερνικώμεθα - υπερνικόμαστε | ||
| β' πληθ. | υπερνικάσθε - υπερνικάστε | υπερνικόσασταν | θα υπερνικάσθε - υπερνικάστε | να υπερνικάσθε - υπερνικάστε | υπερνικάσθε - υπερνικάστε | |
| γ' πληθ. | υπερνικώνται | υπερνικόνταν - υπερνικόντουσαν | θα υπερνικώνται | να υπερνικώνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερνικήθηκα | θα υπερνικηθώ | να υπερνικηθώ | υπερνικηθεί | ||
| β' ενικ. | υπερνικήθηκες | θα υπερνικηθείς | να υπερνικηθείς | υπερνικήσου | ||
| γ' ενικ. | υπερνικήθηκε | θα υπερνικηθεί | να υπερνικηθεί | |||
| α' πληθ. | υπερνικηθήκαμε | θα υπερνικηθούμε | να υπερνικηθούμε | |||
| β' πληθ. | υπερνικηθήκατε | θα υπερνικηθείτε | να υπερνικηθείτε | υπερνικηθείτε | ||
| γ' πληθ. | υπερνικήθηκαν υπερνικηθήκαν(ε) |
θα υπερνικηθούν(ε) | να υπερνικηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υπερνικηθεί | είχα υπερνικηθεί | θα έχω υπερνικηθεί | να έχω υπερνικηθεί | υπερνικημένος | |
| β' ενικ. | έχεις υπερνικηθεί | είχες υπερνικηθεί | θα έχεις υπερνικηθεί | να έχεις υπερνικηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερνικηθεί | είχε υπερνικηθεί | θα έχει υπερνικηθεί | να έχει υπερνικηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερνικηθεί | είχαμε υπερνικηθεί | θα έχουμε υπερνικηθεί | να έχουμε υπερνικηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερνικηθεί | είχατε υπερνικηθεί | θα έχετε υπερνικηθεί | να έχετε υπερνικηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερνικηθεί | είχαν υπερνικηθεί | θα έχουν υπερνικηθεί | να έχουν υπερνικηθεί | ||
Μεταφράσεις
υπερνικώμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.