υπερνικήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υπερνικήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερνικώ
  2. θα υπερνικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερνικώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υπερνικήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερνίκηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.