υπεραμύνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπεραμύνομαι < υπερ- + αμύνομαι

Ρήμα

υπεραμύνομαι, στ.μέλλ.: θα υπεραμύνθηκα (αποθετικό ρήμα)

  • (λόγιο) + γενική: αμύνομαι υπερασπιζόμενος ένα υπέρτατο αγαθό
    στον αποχαιρετιστήριο λόγο του υπεραμύνθηκε των επιλογών του και της πολιτικής του

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.