υπεραμύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
υπεραμύνομαι, στ.μέλλ.: θα υπεραμύνθηκα (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) + γενική: αμύνομαι υπερασπιζόμενος ένα υπέρτατο αγαθό
- στον αποχαιρετιστήριο λόγο του υπεραμύνθηκε των επιλογών του και της πολιτικής του
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπεραμύνομαι | υπεραμυνόμουν(α) | θα υπεραμύνομαι | να υπεραμύνομαι | υπεραμυνόμενος | |
| β' ενικ. | υπεραμύνεσαι | υπεραμυνόσουν(α) | θα υπεραμύνεσαι | να υπεραμύνεσαι | (υπεραμύνου) | |
| γ' ενικ. | υπεραμύνεται | υπεραμυνόταν(ε) | θα υπεραμύνεται | να υπεραμύνεται | ||
| α' πληθ. | υπεραμυνόμαστε | υπεραμυνόμαστε υπεραμυνόμασταν |
θα υπεραμυνόμαστε | να υπεραμυνόμαστε | ||
| β' πληθ. | υπεραμύνεστε | υπεραμυνόσαστε υπεραμυνόσασταν |
θα υπεραμύνεστε | να υπεραμύνεστε | (υπεραμύνεστε) | |
| γ' πληθ. | υπεραμύνονται | υπεραμύνονταν υπεραμυνόντουσαν |
θα υπεραμύνονται | να υπεραμύνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπεραμύνθηκα | θα υπεραμυνθώ | να υπεραμυνθώ | υπεραμυνθεί | ||
| β' ενικ. | υπεραμύνθηκες | θα υπεραμυνθείς | να υπεραμυνθείς | υπεραμύνσου | ||
| γ' ενικ. | υπεραμύνθηκε | θα υπεραμυνθεί | να υπεραμυνθεί | |||
| α' πληθ. | υπεραμυνθήκαμε | θα υπεραμυνθούμε | να υπεραμυνθούμε | |||
| β' πληθ. | υπεραμυνθήκατε | θα υπεραμυνθείτε | να υπεραμυνθείτε | υπεραμυνθείτε | ||
| γ' πληθ. | υπεραμύνθηκαν υπεραμυνθήκαν(ε) |
θα υπεραμυνθούν(ε) | να υπεραμυνθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υπεραμυνθεί | είχα υπεραμυνθεί | θα έχω υπεραμυνθεί | να έχω υπεραμυνθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις υπεραμυνθεί | είχες υπεραμυνθεί | θα έχεις υπεραμυνθεί | να έχεις υπεραμυνθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υπεραμυνθεί | είχε υπεραμυνθεί | θα έχει υπεραμυνθεί | να έχει υπεραμυνθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπεραμυνθεί | είχαμε υπεραμυνθεί | θα έχουμε υπεραμυνθεί | να έχουμε υπεραμυνθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υπεραμυνθεί | είχατε υπεραμυνθεί | θα έχετε υπεραμυνθεί | να έχετε υπεραμυνθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπεραμυνθεί | είχαν υπεραμυνθεί | θα έχουν υπεραμυνθεί | να έχουν υπεραμυνθεί | ||
Μεταφράσεις
υπεραμύνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.