υδρογονώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υδρογονώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υδρογονώνω
  2. θα υδρογονώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υδρογονώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υδρογονώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υδρογόνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.