τό καί τό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τὸ καὶ τό: τύπου ουδέτερου της έκφρασης: ὁ καὶ ὁ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- Απόγονοι ⇒ νέα ελληνικά: το και το
Συγγενικά
- τό
- → δείτε ὁ καὶ ὁ (σε όλα τα γένη και πτώσεις π.χ. «τῇ καὶ τῇ»
Πηγές
- ὁ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- το - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.