τσίζουρος

Κυπριακά (el-cyp)

Ετυμολογία

τσίζουρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τσίζουρος αρσενικό

  1. μούργα από το λάδι
  2. (μεταφορικά) μαύρος σαν τη μούργα

  • τσίζουρον (ουδέτερο)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.