τριπλασιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
τριπλασιάζομαι, π.αόρ.: τριπλασιάστηκα, μτχ.π.π.: τριπλασιασμένος, (ενεργ.: τριπλασιάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος τριπλασιάζω → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.