τρικό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρικό < (λόγιο δάνειο) γαλλική tricot[1] (πλεκτό)

Ουσιαστικό

τρικό ουδέτερο

  1. πλεκτό ρούχο
    φόρεσε το τρικό σου για να μην κρυώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.