τριανταμία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τριανταμία < λείπει η ετυμολογία

Αριθμητικό

τριανταμία ή τριάντα μία θηλυκό, αρσ, τριάντα ένας, ουδέτερο τριάντα ένα

Ουσιαστικό

τριανταμία θηλυκό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.