τριανταμία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τριανταμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τριανταμία θηλυκό
- είδος χαρτοπαιγνίου που παίρνει το όνομά του από το άθροισμα της αξίας των παιγνιοχάρτων που όταν συγκεντρώσει ένας παίκτης κερδίζει
Εκφράσεις
- μου πήγε τριανταμία → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
- τριανταμία και μία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.