τρανζίστορ

Νέα ελληνικά (el)

Είδη τρανζίτορ

Ετυμολογία

τρανζίστορ < αγγλική transistor

Ουσιαστικό

τρανζίστορ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ηλεκτρολογία) κρυσταλλοτρίοδος
  2. ραδιόφωνο μικρού μεγέθους (δηλαδή, ραδιόφωνο με κρυσταλλοτρίοδους)
     συνώνυμα: ραδιοφωνάκι

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.