τραγωδώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τραγωδώ < αρχαία ελληνική τραγῳδέω

Ρήμα

τραγωδώ

  1. (θέατρο) είμαι τραγωδός (ποιητής ή ηθοποιός)
  2. απαγγέλλω κάτι με τραγικό τρόπο ή τόνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.