τραγωδώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
τραγωδώ
<
αρχαία ελληνική
τραγῳδέω
Ρήμα
τραγωδώ
(
θέατρο
)
είμαι
τραγωδός
(
ποιητής
ή
ηθοποιός
)
απαγγέλλω
κάτι με
τραγικό
τρόπο
ή
τόνο
Μεταφράσεις
τραγωδώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.