τραγικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾa.ʝi.ko.piˈo/
Ρήμα
τραγικοποιώ (παθητικός τύπος: τραγικοποιούμαι)
- παρουσιάζω κάτι περισσότερο τραγικό απ' όσο είναι στην πραγματικότητα
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τραγικοποιώ | τραγικοποιούσα | θα τραγικοποιώ | να τραγικοποιώ | τραγικοποιώντας | |
| β' ενικ. | τραγικοποιείς | τραγικοποιούσες | θα τραγικοποιείς | να τραγικοποιείς | (τραγικοποίει) | |
| γ' ενικ. | τραγικοποιεί | τραγικοποιούσε | θα τραγικοποιεί | να τραγικοποιεί | ||
| α' πληθ. | τραγικοποιούμε | τραγικοποιούσαμε | θα τραγικοποιούμε | να τραγικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | τραγικοποιείτε | τραγικοποιούσατε | θα τραγικοποιείτε | να τραγικοποιείτε | τραγικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | τραγικοποιούν(ε) | τραγικοποιούσαν(ε) | θα τραγικοποιούν(ε) | να τραγικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τραγικοποίησα | θα τραγικοποιήσω | να τραγικοποιήσω | τραγικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | τραγικοποίησες | θα τραγικοποιήσεις | να τραγικοποιήσεις | τραγικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | τραγικοποίησε | θα τραγικοποιήσει | να τραγικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | τραγικοποιήσαμε | θα τραγικοποιήσουμε | να τραγικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | τραγικοποιήσατε | θα τραγικοποιήσετε | να τραγικοποιήσετε | τραγικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | τραγικοποίησαν τραγικοποιήσαν(ε) |
θα τραγικοποιήσουν(ε) | να τραγικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τραγικοποιήσει | είχα τραγικοποιήσει | θα έχω τραγικοποιήσει | να έχω τραγικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τραγικοποιήσει | είχες τραγικοποιήσει | θα έχεις τραγικοποιήσει | να έχεις τραγικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τραγικοποιήσει | είχε τραγικοποιήσει | θα έχει τραγικοποιήσει | να έχει τραγικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τραγικοποιήσει | είχαμε τραγικοποιήσει | θα έχουμε τραγικοποιήσει | να έχουμε τραγικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τραγικοποιήσει | είχατε τραγικοποιήσει | θα έχετε τραγικοποιήσει | να έχετε τραγικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τραγικοποιήσει | είχαν τραγικοποιήσει | θα έχουν τραγικοποιήσει | να έχουν τραγικοποιήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τραγικοποιούμαι | τραγικοποιούμουν | θα τραγικοποιούμαι | να τραγικοποιούμαι | τραγικοποιούμενος | |
| β' ενικ. | τραγικοποιείσαι | τραγικοποιούσουν | θα τραγικοποιείσαι | να τραγικοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | τραγικοποιείται | τραγικοποιούνταν | θα τραγικοποιείται | να τραγικοποιείται | ||
| α' πληθ. | τραγικοποιούμαστε | τραγικοποιούμασταν τραγικοποιούμαστε |
θα τραγικοποιούμαστε | να τραγικοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | τραγικοποιείστε | τραγικοποιούσασταν τραγικοποιούσαστε |
θα τραγικοποιείστε | να τραγικοποιείστε | τραγικοποιείστε | |
| γ' πληθ. | τραγικοποιούνται | τραγικοποιούνταν | θα τραγικοποιούνται | να τραγικοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τραγικοποιήθηκα | θα τραγικοποιηθώ | να τραγικοποιηθώ | τραγικοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | τραγικοποιήθηκες | θα τραγικοποιηθείς | να τραγικοποιηθείς | τραγικοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | τραγικοποιήθηκε | θα τραγικοποιηθεί | να τραγικοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | τραγικοποιηθήκαμε | θα τραγικοποιηθούμε | να τραγικοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | τραγικοποιηθήκατε | θα τραγικοποιηθείτε | να τραγικοποιηθείτε | τραγικοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | τραγικοποιήθηκαν τραγικοποιηθήκαν(ε) |
θα τραγικοποιηθούν(ε) | να τραγικοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τραγικοποιηθεί | είχα τραγικοποιηθεί | θα έχω τραγικοποιηθεί | να έχω τραγικοποιηθεί | τραγικοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις τραγικοποιηθεί | είχες τραγικοποιηθεί | θα έχεις τραγικοποιηθεί | να έχεις τραγικοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τραγικοποιηθεί | είχε τραγικοποιηθεί | θα έχει τραγικοποιηθεί | να έχει τραγικοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τραγικοποιηθεί | είχαμε τραγικοποιηθεί | θα έχουμε τραγικοποιηθεί | να έχουμε τραγικοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τραγικοποιηθεί | είχατε τραγικοποιηθεί | θα έχετε τραγικοποιηθεί | να έχετε τραγικοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τραγικοποιηθεί | είχαν τραγικοποιηθεί | θα έχουν τραγικοποιηθεί | να έχουν τραγικοποιηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.