τούμπαλιν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τούμπαλιν < αρχαία ελληνική τοὔμπαλιν < τό + ἔμπαλιν (μετά από κράση)

Επίρρημα

τούμπαλιν

από τον Άννα στον Καϊάφα ... και τούμπαλιν!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.