τουριστικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
τουριστικά
<
τουριστικός
+
-ά
Επίρρημα
τουριστικά
από
τουριστικής
απόψεως ή
πλευράς
Μεταφράσεις
τουριστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τουριστικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
τουριστικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.