τουλούππιν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τουλούππιν < → δείτε τη λέξη τουλούππα
Ουσιαστικό
τουλούππιν κυπριακά, ουδέτερο (πληθυντικός: τουλούπκια)
Πηγές
- Μάριος Κυριαζής, Κυπριακές ιατρικές λέξεις, επιμέλεια: Γιώργος Β. Γεωργίου (Λευκωσία: Εκδόσεις Επιφανίου, ²2017, ISBN 9789963271337).
- Κυριάκος Χατζηιωάννου, Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου. Ιστορία, ερμηνεία και φωνητική των λέξεων με τοπωνυμικό παράρτημα (Λευκωσία: Εκδόσεις Επιφανίου, ³2010, ISBN 9789963685608).
- τουλούππιν, Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου, polignosi.com· πρόσβαση: 2023-09-13.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.