τοιχογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τοιχογραφώ < μεσαιωνική ελληνική τοιχογραφώ[1] < ελληνιστική κοινή τοιχογράφος < αρχαία ελληνική τοῖχος + γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τοιχογραφώ | τοιχογραφούσα | θα τοιχογραφώ | να τοιχογραφώ | τοιχογραφώντας | |
| β' ενικ. | τοιχογραφείς | τοιχογραφούσες | θα τοιχογραφείς | να τοιχογραφείς | (τοιχογράφει) | |
| γ' ενικ. | τοιχογραφεί | τοιχογραφούσε | θα τοιχογραφεί | να τοιχογραφεί | ||
| α' πληθ. | τοιχογραφούμε | τοιχογραφούσαμε | θα τοιχογραφούμε | να τοιχογραφούμε | ||
| β' πληθ. | τοιχογραφείτε | τοιχογραφούσατε | θα τοιχογραφείτε | να τοιχογραφείτε | τοιχογραφείτε | |
| γ' πληθ. | τοιχογραφούν(ε) | τοιχογραφούσαν(ε) | θα τοιχογραφούν(ε) | να τοιχογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τοιχογράφησα | θα τοιχογραφήσω | να τοιχογραφήσω | τοιχογραφήσει | ||
| β' ενικ. | τοιχογράφησες | θα τοιχογραφήσεις | να τοιχογραφήσεις | τοιχογράφησε | ||
| γ' ενικ. | τοιχογράφησε | θα τοιχογραφήσει | να τοιχογραφήσει | |||
| α' πληθ. | τοιχογραφήσαμε | θα τοιχογραφήσουμε | να τοιχογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | τοιχογραφήσατε | θα τοιχογραφήσετε | να τοιχογραφήσετε | τοιχογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | τοιχογράφησαν τοιχογραφήσαν(ε) |
θα τοιχογραφήσουν(ε) | να τοιχογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τοιχογραφήσει | είχα τοιχογραφήσει | θα έχω τοιχογραφήσει | να έχω τοιχογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τοιχογραφήσει | είχες τοιχογραφήσει | θα έχεις τοιχογραφήσει | να έχεις τοιχογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τοιχογραφήσει | είχε τοιχογραφήσει | θα έχει τοιχογραφήσει | να έχει τοιχογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τοιχογραφήσει | είχαμε τοιχογραφήσει | θα έχουμε τοιχογραφήσει | να έχουμε τοιχογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τοιχογραφήσει | είχατε τοιχογραφήσει | θα έχετε τοιχογραφήσει | να έχετε τοιχογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τοιχογραφήσει | είχαν τοιχογραφήσει | θα έχουν τοιχογραφήσει | να έχουν τοιχογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
- τοιχογραφώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.