τηλεομοιοτυπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τηλεομοιοτυπώ < τηλεομοιότυπο + -ώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τηλεομοιοτυπώ | τηλεομοιοτυπούσα | θα τηλεομοιοτυπώ | να τηλεομοιοτυπώ | τηλεομοιοτυπώντας | |
| β' ενικ. | τηλεομοιοτυπείς | τηλεομοιοτυπούσες | θα τηλεομοιοτυπείς | να τηλεομοιοτυπείς | (τηλεομοιοτύπει) | |
| γ' ενικ. | τηλεομοιοτυπεί | τηλεομοιοτυπούσε | θα τηλεομοιοτυπεί | να τηλεομοιοτυπεί | ||
| α' πληθ. | τηλεομοιοτυπούμε | τηλεομοιοτυπούσαμε | θα τηλεομοιοτυπούμε | να τηλεομοιοτυπούμε | ||
| β' πληθ. | τηλεομοιοτυπείτε | τηλεομοιοτυπούσατε | θα τηλεομοιοτυπείτε | να τηλεομοιοτυπείτε | τηλεομοιοτυπείτε | |
| γ' πληθ. | τηλεομοιοτυπούν(ε) | τηλεομοιοτυπούσαν(ε) | θα τηλεομοιοτυπούν(ε) | να τηλεομοιοτυπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τηλεομοιοτύπησα | θα τηλεομοιοτυπήσω | να τηλεομοιοτυπήσω | τηλεομοιοτυπήσει | ||
| β' ενικ. | τηλεομοιοτύπησες | θα τηλεομοιοτυπήσεις | να τηλεομοιοτυπήσεις | τηλεομοιοτύπησε | ||
| γ' ενικ. | τηλεομοιοτύπησε | θα τηλεομοιοτυπήσει | να τηλεομοιοτυπήσει | |||
| α' πληθ. | τηλεομοιοτυπήσαμε | θα τηλεομοιοτυπήσουμε | να τηλεομοιοτυπήσουμε | |||
| β' πληθ. | τηλεομοιοτυπήσατε | θα τηλεομοιοτυπήσετε | να τηλεομοιοτυπήσετε | τηλεομοιοτυπήστε | ||
| γ' πληθ. | τηλεομοιοτύπησαν τηλεομοιοτυπήσαν(ε) |
θα τηλεομοιοτυπήσουν(ε) | να τηλεομοιοτυπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τηλεομοιοτυπήσει | είχα τηλεομοιοτυπήσει | θα έχω τηλεομοιοτυπήσει | να έχω τηλεομοιοτυπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τηλεομοιοτυπήσει | είχες τηλεομοιοτυπήσει | θα έχεις τηλεομοιοτυπήσει | να έχεις τηλεομοιοτυπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τηλεομοιοτυπήσει | είχε τηλεομοιοτυπήσει | θα έχει τηλεομοιοτυπήσει | να έχει τηλεομοιοτυπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τηλεομοιοτυπήσει | είχαμε τηλεομοιοτυπήσει | θα έχουμε τηλεομοιοτυπήσει | να έχουμε τηλεομοιοτυπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τηλεομοιοτυπήσει | είχατε τηλεομοιοτυπήσει | θα έχετε τηλεομοιοτυπήσει | να έχετε τηλεομοιοτυπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τηλεομοιοτυπήσει | είχαν τηλεομοιοτυπήσει | θα έχουν τηλεομοιοτυπήσει | να έχουν τηλεομοιοτυπήσει |
| |
Μεταφράσεις
τηλεομοιοτυπώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.