τζόκεϊ
Νέα ελληνικά (el)

ένας τζόκεϊ
.jpg.webp)
καπέλο τζόκεϊ
Ουσιαστικό
τζόκεϊ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) επαγγελματίας αναβάτης ενός αλόγου
- καπέλο με πλατύ μπροστινό γείσο, όπως αυτό που φορούν οι επαγγελματίες αναβάτες αλόγων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.