τζιριτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τζιριτώ < ιταλική giro < λατινική gyrus < (ελληνιστική κοινή) γῦρος (αντιδάνειο)

Ρήμα

τζιριτώ

  1. (ιδιωματικό) περιφέρομαι
  2. (ιδιωματικό) τρέχω (γρήγορα)
     συνώνυμα: γλακώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.