τελίτσες
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
τελίτσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- παιχνίδι σκέψης στο οποίο ο σκοπός είναι να ενωθούν τελείες ομοιόμορφα κατανεμημένες
- (οικείο) τα αποσιωπητικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
