τεκμηριώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
τεκμηριώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεκμηριώνω
- θα τεκμηριώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεκμηριώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τεκμηριώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τεκμηρίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.