ταχύρρυθμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταχύρρυθμα < ταχύρρυθμος + -α
Μεταφράσεις
ταχύρρυθμα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ταχύρρυθμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ταχύρρυθμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.