ταξινομήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ταξινομήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταξινομώ
  2. θα ταξινομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταξινομώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ταξινομήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταξινόμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.