ταμπουρέ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ταμπουρέ
<
γαλλική
tabouret
(
σκαμνί
)
Ουσιαστικό
ταμπουρέ
ουδέτερο
άκλιτο
χαμηλό
κάθισμα
σαλονιού
χωρίς
πλάτη
Μεταφράσεις
ταμπουρέ
πολωνικά
:
taboret
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.