ταλιατέλες
Νέα ελληνικά (el)

ταλιατέλες με σάλτσα και τριμμένο τυρί
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ταλιατέλες ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταλιατέλα
- (γαστρονομία): πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος που τα συνοδεύουν.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.