ταΐνο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταΐνο < (άμεσο δάνειο) αγγλική Taino < γλώσσα ταΐνο taino ή taíno (κύριος, ευγενής)

Ουσιαστικό

ταΐνο άκλιτο

  1. (στον πληθυντικό) ιθαγενείς λαοί της Καραϊβικής
  2. (στον ενικό) που ανήκε στους λαούς ταΐνο
  3. (γλώσσα) νεκρή γλώσσα που μιλιόταν στην Καραϊβική πριν από την αντικατάστασή της από τα ισπανικά

δείτε επίσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.