τέγγω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τέγγω <ομόρ. με το λατιν. tingo


Ρήμα

τέγγω

Παράγωγα

  • τέγξις, ύγρανση
  • τεγκτός, ο δεκτικός βρεξίματος
  • άτεγκτος, ο μη δεκτικός βρεξίματος και μετφ. σκληρός, απηνής

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.