συρρικνώνοντας

Νέα ελληνικά (el)

Μετοχή

συρρικνώνοντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συρρικνώνω
    Συρρικνώνοντας τις αρμοδιότητές του, ξέχασες ότι μας ήταν απαραίτητος και τώρα τον χάσαμε.
    Δεν προσφέρουν τίποτα στον τόπο συρρικνώνοντας τους μισθούς.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.