συντροφιών

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά 1

ΔΦΑ : /sin.dɾo.fiˈon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συντροφιών
παλιότερος συλλαβισμός: συντροφιών

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

συντροφιών θηλυκό

Προφορά 1

ΔΦΑ : /sin.dɾoˈfçon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συντροφιών

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

συντροφιών θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.