συνεχούς

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.neˈxus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνεχούς

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συνεχούς

  1. γενική ενικού του συνεχής, αρσενικό ή θηλυκό
  2. γενική ενικού του συνεχές, ουδέτερο του συνεχής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.