συγχωρέσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

συγχωρέσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγχωρώ
  2. θα συγχωρέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγχωρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

συγχωρέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγχώρεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.