συγχρηματοδοτήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

συγχρηματοδοτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγχρηματοδοτώ
  2. θα συγχρηματοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγχρηματοδοτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

συγχρηματοδοτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγχρηματοδότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.