συγκατοικήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
συγκατοικήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκατοικώ
- θα συγκατοικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκατοικώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
συγκατοικήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκατοίκηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.