συγκατανεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
συγκατανεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκατανεύω
- θα συγκατανεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκατανεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
συγκατανεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκατάνευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.