συγκαλά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγκαλά < συν + καλά (πληθυντικός του καλό)

Ουσιαστικό

συγκαλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.