στρογγυλοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρογγυλοποιώ < στρογγυλό + -ποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rounding
Ρήμα
στρογγυλοποιώ
- μετατρέπω το τελευταίο ή κάποια από τα τελευταία συνεχόμενα ψηφία ενός αριθμού σε μηδέν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.