στρατοπεδεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
στρατοπεδεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στρατοπεδεύω
- θα στρατοπεδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στρατοπεδεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
στρατοπεδεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στρατοπέδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.