στρατοπεδεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

στρατοπεδεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στρατοπεδεύω
  2. θα στρατοπεδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στρατοπεδεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

στρατοπεδεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στρατοπέδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.