στράπον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία el

αγγλικά: strap-on, strap on, strap-on dildo, strapon ή dildo harness

Ουσιαστικό

ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός στράπον ή στράπονς)

προσδεόμενος δονητής, προσδεόμενος πλαστικός φαλλός

Συνώνυμα

  • ζωνάτο
  • προσδεόμενο πέος/φορούμενο πέος/φορετό πέος
  • παπαροζαρτιέρα (μερική συνωνυμία γιατί αφορά και κανονική ζαρτιέρα που φορούν άνδρες φετιχιστές)
  • πουτσοζώνη
  • πεοζώνη
  • φαλλοζώνη
  • φαλλέτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.