στον αγύριστο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

<  δείτε τις λέξεις στον και αγύριστο

Έκφραση

στον αγύριστο!

  • (μεταφορικά) αποδίδεται υβριστικά στην απομάκρυνση κάποιου,

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.