στερνά
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
στερνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το τέλος και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια ή οι τελευταίες στιγμές κάποιου
Μεταφράσεις
στερνά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.