στένω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στένω < στένω < κοινή ρίζα με επίσης αρχαία ελληνική στενάζω, στόνος (θρήνος) και σύμφωνα με πολλούς (όχι όμως όλους) ομόρριζο με το στενός και στείνω

Ρήμα

στένω

  • ακούγεται κυρίως στον ενεστώτα πια (ακόμα και στην αρχαία γλώσσα πάντως χρησιμοποιείτο μόνον στον ενεστώτα και στον παρατατικό)

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

στένω < ρίζα στεν- και στον- κοινή και στενάζω, στόνος (θρήνος) και σύμφωνα με πολλούς (όχι όμως όλους) στις εξίσου αρχαίες λέξεις στενός και στείνω

Ρήμα

στένω

  1. βογκώ, στενάζω, οδύρομαι, θρηνώ
  2. βρέμω, κραυγάζω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.