στένω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
στένω
- ακούγεται κυρίως στον ενεστώτα πια (ακόμα και στην αρχαία γλώσσα πάντως χρησιμοποιείτο μόνον στον ενεστώτα και στον παρατατικό)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.