σπειρηδόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σπειρηδόν (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σπεῖρ(α) +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίρρημα

σπειρηδόν

  • (ελληνιστική κοινή)
    1. διάταξη με μορφή σπείρας / έλικας
        οἷά τε λοξοῦ Μαιάνδρου κελάδοντος ἕλιξ ῥόος, ὅς διὰ γαίης δοχμώσας ἐπίκυρτον ὕδωρ σπειρηδὸν ὁδεύει (Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακῶν βιβλίον κε΄, 5ος αιώνας π.Χ.)
    2. (ιδίως για διάταξη στρατιωτών) κατά σπείρες, διλοχίες
        πρώτους εφήκε τους πελταστάς, τους υπό Λεόντιον ταττομένους, σπειρηδόν τάξας (Πολύβιος, Ιστορίαι/ε', 2ος αιώνας π.Χ.)
    3. φορά γραφής, τρόπος γραφής, σε μορφή σπείρας / ελικοειδώς
      παράδειγμα[1]
      τ                 α              ρ
        ρ             ρ  φ          ι    ι
          ό         γ      ή      ε        δ
            π     ς         ς   π            ό
               ο               σ                 ν
        Ἰστέον, ὅτι τῶν ἀρχαίων οἰ μέν βουστροφηδόν ἔγραφον τά γράμματα, οἰ δέ κιονηδόν, οἰ δέ πλινθηδόν, οἰ δέ σπειρηδόν
      (Θεοδόσιος γραμματικός Αλεξανδρεύς, Θεοδοσίου κανόνες, 8ος αιώνας @books.google Theodosii Canones. Editoris Annotatio Critica. Indices: 3], σελ. 1170 (786,18 Paullo aliter Cod. Ottobon 173 f.186) )

  • τρόποι γραφής:  δείτε τη λέξη γραφή

Πηγές

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.