πλινθηδόν

Νέα ελληνικά (el) / Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πλινθηδόν < πλίνθος και το επίθημα -ηδόν

Επίρρημα

πλινθηδόν

  1. διατεταγμένα σε μορφή πλίνθου, όπως διατάσσονται τα τούβλα, σειρές αλλεπάλληλες με αρμογές εναλλασσουσες
  2. φορά γραφής, τρόπος γραφής, σε μορφή ορθογωνίου παραλληλογράμμου
      Ἰστέον, ὅτι τῶν ἀρχαίων οἰ μέν βουστροφηδόν ἔγραφον τά γράμματα, οἰ δέ κιονηδόν, οἰ δέ πλινθηδόν, οἰ δέ σπειρηδόν (Θεοδόσιος γραμματικός Αλεξανδρεύς, Θεοδοσίου κανόνες[1])

Αναφορές

  1. Theodosii Canones. Editoris Annotatio Critica. Indices: 3, σελ. 1170 (786,18 Paullo aliter Cod. Ottobon 173 f.186)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.