σπαταλιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
σπαταλιέμαι, π.αόρ.: σπαταλήθηκα, μτχ.π.π.: σπαταλημένος
- παθητική φωνή του ρήματος σπαταλάω / σπαταλώ
- σπαταλώμαι για το σπαταλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.